- κατάσαρκος
- -η, -ο (Α κατάσαρκος, -ον)νεοελλ.αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκααρχ.πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος.επίρρ...κατάσαρκα (Μ κατάσαρκα)ακριβώς πάνω από τη σάρκα τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν-σαρκος, περί-σαρκος].
Dictionary of Greek. 2013.